Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκιοειδής
σκιόεις
σκίπων
Σκίρα
Σκιράς
σκιραφεῖον
View word page
σκιμαλίζω
σκιμαλίζω σκιμᾱλίζω, to jeer at, flout, τινά Ar. deriv. uncertain
ShortDef
to jeer at, flout
Debugging
Headword:
σκιμαλίζω
Headword (normalized):
σκιμαλίζω
Headword (normalized/stripped):
σκιμαλιζω
IDX:
29744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29779
Key:
skimali/zw
Data
{'content': 'σκιμαλίζω\n σκιμᾱλίζω,\n to jeer at, flout, τινά Ar.\n deriv. uncertain', 'key': 'skimali/zw'}