Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκιοειδής
σκιόεις
σκίπων
Σκίρα
Σκιράς
View word page
σκίλλα
σκίλλα .σκίλλα, ης, ἡ, a squill, sea-onion, Theogn., Theocr.
ShortDef
a squill, sea-onion
Debugging
Headword:
σκίλλα
Headword (normalized):
σκίλλα
Headword (normalized/stripped):
σκιλλα
IDX:
29743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29778
Key:
ski/lla
Data
{'content': 'σκίλλα\n .σκίλλα, ης, ἡ,\n a squill, sea-onion, Theogn., Theocr.', 'key': 'ski/lla'}