Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκιοειδής
σκιόεις
σκίπων
Σκίρα
View word page
σκιερός
σκιερός σκιερός, or σκιᾰρός, ή, όν σκιά shady, giving shade, Hom., Pind., etc. shady, shaded, Hes., Pind. dark-coloured, Anth.
ShortDef
shady, giving shade
Debugging
Headword:
σκιερός
Headword (normalized):
σκιερός
Headword (normalized/stripped):
σκιερος
IDX:
29742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29777
Key:
skiero/s
Data
{'content': 'σκιερός\n σκιερός, or σκιᾰρός, ή, όν\n σκιά\n shady, giving shade, Hom., Pind., etc.\n shady, shaded, Hes., Pind.\n dark-coloured, Anth.', 'key': 'skiero/s'}