Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκιοειδής
σκιόεις
View word page
σκιάω
σκιάω σκιάω, = σκιάζω to overshadow:—Pass. to be shaded or become dark, σκιόωντο ἀγυιαί (Epic 3rd pl. imperf.) Od.

ShortDef

to overshadow

Debugging

Headword:
σκιάω
Headword (normalized):
σκιάω
Headword (normalized/stripped):
σκιαω
IDX:
29740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29775
Key:
skia/w

Data

{'content': 'σκιάω\n σκιάω,\n = σκιάζω\n to overshadow:—Pass. to be shaded or become dark, σκιόωντο ἀγυιαί (Epic 3rd pl. imperf.) Od.', 'key': 'skia/w'}