Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκιοειδής
View word page
σκιατροφία
σκιατροφία σκιᾱτροφία, ἡ, = σκιατραφία.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιατροφία
Headword (normalized):
σκιατροφία
Headword (normalized/stripped):
σκιατροφια
IDX:
29739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29774
Key:
skiatrofi/a

Data

{'content': 'σκιατροφία\n σκιᾱτροφία, ἡ,\n = σκιατραφία.', 'key': 'skiatrofi/a'}