Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
View word page
σκιατροφέω
σκιατροφέω σκιᾱτροφέω, τρέφω to rear in the shade:—Pass. to keep in the shade, shun heat and labour, Hdt., Xen. intr. in Act. to wear a shade, cover oneʼs head, Hdt.; ἐσκιατροφηκώς, of an effeminate man, Plat.

ShortDef

to rear in the shade

Debugging

Headword:
σκιατροφέω
Headword (normalized):
σκιατροφέω
Headword (normalized/stripped):
σκιατροφεω
IDX:
29738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29773
Key:
skiatrofe/w

Data

{'content': 'σκιατροφέω\n σκιᾱτροφέω,\n τρέφω\n to rear in the shade:—Pass. to keep in the shade, shun heat and labour, Hdt., Xen.\n intr. in Act. to wear a shade, cover oneʼs head, Hdt.; ἐσκιατροφηκώς, of an effeminate man, Plat.', 'key': 'skiatrofe/w'}