Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμος
View word page
σκιατραφία
σκιατραφία σκιᾱτρᾰφία, ἡ, a being brought up in the shade, a sedentary, effeminate life, Plut.

ShortDef

a being brought up in the shade, a sedentary, effeminate life

Debugging

Headword:
σκιατραφία
Headword (normalized):
σκιατραφία
Headword (normalized/stripped):
σκιατραφια
IDX:
29737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29772
Key:
skiatrafi/a

Data

{'content': 'σκιατραφία\n σκιᾱτρᾰφία, ἡ,\n a being brought up in the shade, a sedentary, effeminate life, Plut.', 'key': 'skiatrafi/a'}