Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκιαγραφία
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
View word page
σκιατραφής
σκιατραφής σκιᾱ-τρᾰφής, ές τρέφω brought up in the shade.

ShortDef

brought up in the shade

Debugging

Headword:
σκιατραφής
Headword (normalized):
σκιατραφής
Headword (normalized/stripped):
σκιατραφης
IDX:
29736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29771
Key:
skiatrafh/s

Data

{'content': 'σκιατραφής\n σκιᾱ-τρᾰφής, ές\n τρέφω\n brought up in the shade.', 'key': 'skiatrafh/s'}