Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
View word page
σκιαρός
σκιαρός σκιᾰρός, ά, όν v. σκιερός.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκιαρός
Headword (normalized):
σκιαρός
Headword (normalized/stripped):
σκιαρος
IDX:
29734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29769
Key:
skiaro/s
Data
{'content': 'σκιαρός\n σκιᾰρός, ά, όν\n v. σκιερός.', 'key': 'skiaro/s'}