Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
View word page
σκιαρόκομος
σκιαρόκομος σκιᾰρό-κομος, ον, κόμη with shading leaves, Eur.
ShortDef
with shading leaves
Debugging
Headword:
σκιαρόκομος
Headword (normalized):
σκιαρόκομος
Headword (normalized/stripped):
σκιαροκομος
IDX:
29733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29768
Key:
skiaro/komos
Data
{'content': 'σκιαρόκομος\n σκιᾰρό-κομος, ον,\n κόμη\n with shading leaves, Eur.', 'key': 'skiaro/komos'}