Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκηρίπτομαι
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
View word page
σκιά
σκιά .σκια, ᾶς, Ionic σκιή, ῆς, ἡ, a shadow, Od.; σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς like the shadow that is oneʼs double, Eur. the shade of one who is dead, a phantom, Od., Trag.; so of one worn to a shadow, Aesch.:—in proverbs of manʼs mortal estate, σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος Pind.; εἴδωλον σκιᾶς Aesch., etc. the shade of trees, etc., πετραίη σκιή the shade of a rock, Hes.; ἐν σκιῇ Hes.; ὑπὸ σκιῇ Hdt.; ὑπὸ σκιᾶς Eur.; σκιὰν Σειρίου κυνός shade from itʼs heat, Aesch.

ShortDef

a shadow

Debugging

Headword:
σκιά
Headword (normalized):
σκιά
Headword (normalized/stripped):
σκια
IDX:
29732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29767
Key:
skia/

Data

{'content': 'σκιά\n .σκια, ᾶς, Ionic σκιή, ῆς, ἡ,\n \n a shadow, Od.; σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς like the shadow that is oneʼs double, Eur.\n the shade of one who is dead, a phantom, Od., Trag.; so of one worn to a shadow, Aesch.:—in proverbs of manʼs mortal estate, σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος Pind.; εἴδωλον σκιᾶς Aesch., etc.\n the shade of trees, etc., πετραίη σκιή the shade of a rock, Hes.; ἐν σκιῇ Hes.; ὑπὸ σκιῇ Hdt.; ὑπὸ σκιᾶς Eur.; σκιὰν Σειρίου κυνός shade from itʼs heat, Aesch.', 'key': 'skia/'}