Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
View word page
Σκιάποδες
Σκιάποδες Σκιά-ποδες, shade-footed, a fabulous people in Libya, with immense feet which they used as sunshades, Ar.

ShortDef

shade-footed

Debugging

Headword:
Σκιάποδες
Headword (normalized):
σκιάποδες
Headword (normalized/stripped):
σκιαποδες
IDX:
29731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29766
Key:
*skia/podes

Data

{'content': 'Σκιάποδες\n Σκιά-ποδες,\n shade-footed, a fabulous people in Libya, with immense feet which they used as sunshades, Ar.', 'key': '*skia/podes'}