Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
View word page
σκιαμαχέω
σκιαμαχέω σκιᾱ-μᾰχέω, fut. -ήσω μάχομαι to fight in the shade, i. e. in the school (for practice): to fight with a shadow, to fight in vain, Plat.
ShortDef
to fight in the shade
Debugging
Headword:
σκιαμαχέω
Headword (normalized):
σκιαμαχέω
Headword (normalized/stripped):
σκιαμαχεω
IDX:
29730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29765
Key:
skiamaxe/w
Data
{'content': 'σκιαμαχέω\n σκιᾱ-μᾰχέω,\n fut. -ήσω\n μάχομαι\n to fight in the shade, i. e. in the school (for practice): to fight with a shadow, to fight in vain, Plat.', 'key': 'skiamaxe/w'}