Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
View word page
σκιάζω
σκιάζω σκιά to overshadow, shade, Il., Eur. generally, to overshadow, cover, Hes., Hdt.:—Pass., Eur. to shade in painting, Luc.
ShortDef
to overshadow, shade
Debugging
Headword:
σκιάζω
Headword (normalized):
σκιάζω
Headword (normalized/stripped):
σκιαζω
IDX:
29729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29764
Key:
skia/zw
Data
{'content': 'σκιάζω\n σκιά\n to overshadow, shade, Il., Eur.\n generally, to overshadow, cover, Hes., Hdt.:—Pass., Eur.\n to shade in painting, Luc.', 'key': 'skia/zw'}