Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
View word page
σκιάδειον
σκιάδειον σκιάδειον (ᾰ), ου, τό, σκιά a sunshade, parasol, Ar.
ShortDef
a sunshade, parasol
Debugging
Headword:
σκιάδειον
Headword (normalized):
σκιάδειον
Headword (normalized/stripped):
σκιαδειον
IDX:
29728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29763
Key:
skia/deion
Data
{'content': 'σκιάδειον\n σκιάδειον (ᾰ), ου, τό,\n σκιά\n a sunshade, parasol, Ar.', 'key': 'skia/deion'}