Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκηπτοφόρος
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκιατραφής
σκιατραφία
View word page
σκιαγράφος
σκιαγράφος σκιᾱ-γράφος (γρᾰ), ον, γράφω drawing in light and shade, sketching.
ShortDef
drawing in light and shade, sketching
Debugging
Headword:
σκιαγράφος
Headword (normalized):
σκιαγράφος
Headword (normalized/stripped):
σκιαγραφος
IDX:
29727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29762
Key:
skiagra/fos
Data
{'content': 'σκιαγράφος\n σκιᾱ-γράφος (γρᾰ), ον,\n γράφω\n drawing in light and shade, sketching.', 'key': 'skiagra/fos'}