Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
View word page
σκιαγράφημα
σκιαγράφημα from σκιᾱγρᾰφέω σκιᾱγράφημα, ατος, τό, a mere sketch, Plat.
ShortDef
a mere sketch
Debugging
Headword:
σκιαγράφημα
Headword (normalized):
σκιαγράφημα
Headword (normalized/stripped):
σκιαγραφημα
IDX:
29725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29760
Key:
skiagra/fhma
Data
{'content': 'σκιαγράφημα\n from σκιᾱγρᾰφέω\n σκιᾱγράφημα, ατος, τό,\n a mere sketch, Plat.', 'key': 'skiagra/fhma'}