Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
σκιαρός
View word page
σκιαγραφέω
σκιαγραφέω σκιᾱγρᾰφέω, fut. -ήσω σκιᾱγράφος to draw with gradations of light and shade: to sketch out, Lat. adumbrare:—Pass., τὰ ἐσκιαγραφημένα Plat.

ShortDef

to draw with gradations of light and shade: to sketch out

Debugging

Headword:
σκιαγραφέω
Headword (normalized):
σκιαγραφέω
Headword (normalized/stripped):
σκιαγραφεω
IDX:
29724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29759
Key:
skiagrafe/w

Data

{'content': 'σκιαγραφέω\n σκιᾱγρᾰφέω,\n fut. -ήσω\n σκιᾱγράφος\n to draw with gradations of light and shade: to sketch out, Lat. adumbrare:—Pass., τὰ ἐσκιαγραφημένα Plat.', 'key': 'skiagrafe/w'}