Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκήνωμα
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
Σκιάποδες
σκιά
σκιαρόκομος
View word page
σκῆψις
σκῆψις σκῆψις, εως, σκήπτω a pretext, plea, excuse, pretence, Trag.; c. gen., κατὰ φόνου τινὰ σκῆψιν on some pretence of murder, Hdt.; σκ. τοῦ μὴ ποιεῖν a plea, excuse for not doing, Dem.

ShortDef

a pretext, plea, excuse, pretence
Scepsis

Debugging

Headword:
σκῆψις
Headword (normalized):
σκῆψις
Headword (normalized/stripped):
σκηψις
IDX:
29723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29758
Key:
skh=yis

Data

{'content': 'σκῆψις\n σκῆψις, εως,\n σκήπτω\n a pretext, plea, excuse, pretence, Trag.; c. gen., κατὰ φόνου τινὰ σκῆψιν on some pretence of murder, Hdt.; σκ. τοῦ μὴ ποιεῖν a plea, excuse for not doing, Dem.', 'key': 'skh=yis'}