Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
σκιαμαχέω
View word page
σκηπτροφόρος
σκηπτροφόρος σκηπτρο-φόρος, ον, bearing a sceptre, kingly, Anth.
ShortDef
bearing a sceptre, kingly
Debugging
Headword:
σκηπτροφόρος
Headword (normalized):
σκηπτροφόρος
Headword (normalized/stripped):
σκηπτροφορος
IDX:
29720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29755
Key:
skhptrofo/ros
Data
{'content': 'σκηπτροφόρος\n σκηπτρο-φόρος, ον,\n bearing a sceptre, kingly, Anth.', 'key': 'skhptrofo/ros'}