Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκῆνος
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγράφος
σκιάδειον
σκιάζω
View word page
σκηπτροφορέω
σκηπτροφορέω σκηπτροφορέω, fut. -ήσω to rule over, c. gen., Anth. from σκηπτροφόρος

ShortDef

to rule over

Debugging

Headword:
σκηπτροφορέω
Headword (normalized):
σκηπτροφορέω
Headword (normalized/stripped):
σκηπτροφορεω
IDX:
29719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29754
Key:
skhptrofore/w

Data

{'content': 'σκηπτροφορέω\n σκηπτροφορέω,\n fut. -ήσω\n to rule over, c. gen., Anth.\n from σκηπτροφόρος', 'key': 'skhptrofore/w'}