σκηπτροφορέω
σκηπτροφορέω
σκηπτροφορέω,
fut. -ήσω
to rule over, c. gen., Anth.
from σκηπτροφόρος
{
"content": "σκηπτροφορέω\n σκηπτροφορέω,\n fut. -ήσω\n to rule over, c. gen., Anth.\n from σκηπτροφόρος",
"key": "skhptrofore/w"
}