Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκηνοποιία
σκηνοποιός
σκῆνος
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
σκιαγράφος
View word page
σκηπτοφόρος
σκηπτοφόρος σκηπτο-φόρος, ον, φέρω = σκηπτροφόρος, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκηπτοφόρος
Headword (normalized):
σκηπτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σκηπτοφορος
IDX:
29717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29752
Key:
skhptofo/ros

Data

{'content': 'σκηπτοφόρος\n σκηπτο-φόρος, ον,\n φέρω\n = σκηπτροφόρος, Anth.', 'key': 'skhptofo/ros'}