Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκηνοπηγία
σκηνοποιία
σκηνοποιός
σκῆνος
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
σκιαγραφία
View word page
σκηπτοῦχος
σκηπτοῦχος σκῆπτον, ἔχω bearing a staff or sceptre as the badge of command, σκ. βασιλεύς a sceptred king, Hom. as Subst. a wand-bearer, an officer in the Persian court, Xen.

ShortDef

bearing a staff

Debugging

Headword:
σκηπτοῦχος
Headword (normalized):
σκηπτοῦχος
Headword (normalized/stripped):
σκηπτουχος
IDX:
29716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29751
Key:
skhptou=xos

Data

{'content': 'σκηπτοῦχος\n σκῆπτον, ἔχω\n bearing a staff or sceptre as the badge of command, σκ. βασιλεύς a sceptred king, Hom.\n as Subst. a wand-bearer, an officer in the Persian court, Xen.', 'key': 'skhptou=xos'}