Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκηνογράφος
σκηνοπηγία
σκηνοποιία
σκηνοποιός
σκῆνος
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκῆψις
σκιαγραφέω
σκιαγράφημα
View word page
σκηπτουχία
σκηπτουχία σκηπτουχία, ἡ, the bearing a staff or sceptre as the badge of command, military command, Aesch.:— generally, command, power, Anth. from σκηπτοῦχος

ShortDef

the bearing a staff

Debugging

Headword:
σκηπτουχία
Headword (normalized):
σκηπτουχία
Headword (normalized/stripped):
σκηπτουχια
IDX:
29715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29750
Key:
skhptouxi/a

Data

{'content': 'σκηπτουχία\n σκηπτουχία, ἡ,\n the bearing a staff or sceptre as the badge of command, military command, Aesch.:— generally, command, power, Anth.\n from σκηπτοῦχος', 'key': 'skhptouxi/a'}