Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
ἀνομαλίζω
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμματος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
ἀνομολογέομαι
View word page
ἀνομαλίζω
ἀνομαλίζω to restore to equality, equalise, 1 perf. pass. inf. ἀνωμαλίσθαι Arist.
ShortDef
to restore to equality, equalise
Debugging
Headword:
ἀνομαλίζω
Headword (normalized):
ἀνομαλίζω
Headword (normalized/stripped):
ανομαλιζω
IDX:
2974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2975
Key:
a)nomali/zw
Data
{'content': 'ἀνομαλίζω\n to restore to equality, equalise, 1 perf. pass. inf. ἀνωμαλίσθαι Arist.', 'key': 'a)nomali/zw'}