Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκηνογραφία
σκηνογραφικός
σκηνογράφος
σκηνοπηγία
σκηνοποιία
σκηνοποιός
σκῆνος
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
σκῆψις
View word page
σκήνωμα
σκήνωμα σκήνωμα, ατος, τό, = σκήνημα, Eur.; soldiersʼ quarters, Xen. metaph. the body, NTest.
ShortDef
quarters
Debugging
Headword:
σκήνωμα
Headword (normalized):
σκήνωμα
Headword (normalized/stripped):
σκηνωμα
IDX:
29713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29748
Key:
skh/nwma
Data
{'content': 'σκήνωμα\n σκήνωμα, ατος, τό,\n = σκήνημα, Eur.; soldiersʼ\n quarters, Xen.\n metaph. the body, NTest.', 'key': 'skh/nwma'}