Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκηνοβατέω
σκηνογραφία
σκηνογραφικός
σκηνογράφος
σκηνοπηγία
σκηνοποιία
σκηνοποιός
σκῆνος
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
σκήπτω
σκηρίπτομαι
View word page
σκηνύδριον
σκηνύδριον σκηνύδριον, ου, τό, Dim. of σκηνή, Plut.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκηνύδριον
Headword (normalized):
σκηνύδριον
Headword (normalized/stripped):
σκηνυδριον
IDX:
29712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29747
Key:
skhnu/drion

Data

{'content': 'σκηνύδριον\n σκηνύδριον, ου, τό,\n Dim. of σκηνή, Plut.', 'key': 'skhnu/drion'}