Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκηνίς
σκηνίτης
σκηνοβατέω
σκηνογραφία
σκηνογραφικός
σκηνογράφος
σκηνοπηγία
σκηνοποιία
σκηνοποιός
σκῆνος
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκηπτός
σκηπτουχία
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκῆπτρον
σκηπτροφορέω
σκηπτροφόρος
View word page
σκηνοφύλαξ
σκηνοφύλαξ σκηνο-φύλαξ (ῠ), ακος, a watcher in a tent, Xen.
ShortDef
a watcher in a tent
Debugging
Headword:
σκηνοφύλαξ
Headword (normalized):
σκηνοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
σκηνοφυλαξ
IDX:
29710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29745
Key:
skhnofu/lac
Data
{'content': 'σκηνοφύλαξ\n σκηνο-φύλαξ (ῠ), ακος,\n a watcher in a tent, Xen.', 'key': 'skhnofu/lac'}