σκηνοποιία
σκηνοποιία
σκηνοποιία, ἡ,
a pitching of tents, Polyb.
from σκηνοποιός
{
"content": "σκηνοποιία\n σκηνοποιία, ἡ,\n a pitching of tents, Polyb.\n from σκηνοποιός",
"key": "skhnopoii/a"
}