Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
ἀνομαλίζω
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμματος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
View word page
ἀνολοφύρομαι
ἀνολοφύρομαι Dep. to break into loud wailing, Thuc., Xen.
ShortDef
to break into loud wailing
Debugging
Headword:
ἀνολοφύρομαι
Headword (normalized):
ἀνολοφύρομαι
Headword (normalized/stripped):
ανολοφυρομαι
IDX:
2973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2974
Key:
a)nolofu/romai
Data
{'content': 'ἀνολοφύρομαι\n Dep. to break into loud wailing, Thuc., Xen.', 'key': 'a)nolofu/romai'}