Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκευοφύλαξ
σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρία
σκευωρός
σκέψις
σκηνάω
σκηνέω
σκήνημα
σκηνή
σκηνίδιον
σκηνίς
σκηνίτης
σκηνοβατέω
σκηνογραφία
σκηνογραφικός
σκηνογράφος
σκηνοπηγία
σκηνοποιία
σκηνοποιός
σκῆνος
View word page
σκηνίδιον
σκηνίδιον σκηνίδιον, ου, τό, Dim. of σκηνή, Thuc.

ShortDef

little tent

Debugging

Headword:
σκηνίδιον
Headword (normalized):
σκηνίδιον
Headword (normalized/stripped):
σκηνιδιον
IDX:
29699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29734
Key:
skhni/dion

Data

{'content': 'σκηνίδιον\n σκηνίδιον, ου, τό,\n Dim. of σκηνή, Thuc.', 'key': 'skhni/dion'}