Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκευοφορικός
σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευοφύλαξ
σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρία
σκευωρός
σκέψις
σκηνάω
σκηνέω
σκήνημα
σκηνή
σκηνίδιον
σκηνίς
σκηνίτης
σκηνοβατέω
σκηνογραφία
σκηνογραφικός
σκηνογράφος
σκηνοπηγία
View word page
σκηνέω
σκηνέω σκηνέω, fut. -ήσω σκηνή to be or dwell in a tent, to be encamped, Xen.: generally, to be quartered or billeted, ἐν οἰκίαις Thuc.; ἐν κώμαις, κατὰ τὰς κώμας Xen.; σκ. εἰς τὰς κώμας to go to the villages and quarter themselves there, Xen.

ShortDef

to be or dwell in a tent

Debugging

Headword:
σκηνέω
Headword (normalized):
σκηνέω
Headword (normalized/stripped):
σκηνεω
IDX:
29696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29731
Key:
skhne/w

Data

{'content': 'σκηνέω\n σκηνέω,\n fut. -ήσω\n σκηνή\n to be or dwell in a tent, to be encamped, Xen.: generally, to be quartered or billeted, ἐν οἰκίαις Thuc.; ἐν κώμαις, κατὰ τὰς κώμας Xen.; σκ. εἰς τὰς κώμας to go to the villages and quarter themselves there, Xen.', 'key': 'skhne/w'}