Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκευαστέος
σκευαστός
σκευή
σκευοθήκη
σκευοποιέω
σκευοποίημα
σκευοποιός
σκεῦος
σκευοφορέω
σκευοφορικός
σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευοφύλαξ
σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρία
σκευωρός
σκέψις
σκηνάω
σκηνέω
σκήνημα
View word page
σκευοφόρος
σκευοφόρος σκευο-φόρος, ον, φέρω carrying σκεύη, αἱ σκ. κάμηλοι the baggage- camels, Hdt.; τὰ σκ. (sc. κτήνη) the beasts of burden in an army, Thuc., etc. as Subst., of persons, a baggage-carrier, porter, Ar.; οἱ σκ. the sutlers, camp-followers, Hdt., Thuc., etc.

ShortDef

carrying baggage

Debugging

Headword:
σκευοφόρος
Headword (normalized):
σκευοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σκευοφορος
IDX:
29687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29722
Key:
skeuofo/ros

Data

{'content': 'σκευοφόρος\n σκευο-φόρος, ον,\n φέρω\n carrying σκεύη, αἱ σκ. κάμηλοι the baggage- camels, Hdt.; τὰ σκ. (sc. κτήνη) the beasts of burden in an army, Thuc., etc.\n as Subst., of persons, a baggage-carrier, porter, Ar.; οἱ σκ. the sutlers, camp-followers, Hdt., Thuc., etc.', 'key': 'skeuofo/ros'}