σκευοφόρος
σκευοφόρος
σκευο-φόρος, ον,
φέρω
carrying σκεύη, αἱ σκ. κάμηλοι the baggage- camels, Hdt.; τὰ σκ. (sc. κτήνη) the beasts of burden in an army, Thuc., etc.
as Subst., of persons, a baggage-carrier, porter, Ar.; οἱ σκ. the sutlers, camp-followers, Hdt., Thuc., etc.