Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
ἀνομαλίζω
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμματος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
View word page
ἀνολκή
ἀνολκή ἀνέλκω a hauling up, λίθων Thuc.

ShortDef

a hauling up

Debugging

Headword:
ἀνολκή
Headword (normalized):
ἀνολκή
Headword (normalized/stripped):
ανολκη
IDX:
2971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2972
Key:
a)nolkh/

Data

{'content': 'ἀνολκή\n ἀνέλκω\n a hauling up, λίθων Thuc.', 'key': 'a)nolkh/'}