Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
ἀνομαλίζω
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμματος
ἀνομοιοειδής
View word page
ἄνολβος
ἄνολβος unblest, wretched, luckless, Theogn., Trag.
ShortDef
unblest, wretched, luckless
Debugging
Headword:
ἄνολβος
Headword (normalized):
ἄνολβος
Headword (normalized/stripped):
ανολβος
IDX:
2970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2971
Key:
a)/nolbos
Data
{'content': 'ἄνολβος\n unblest, wretched, luckless, Theogn., Trag.', 'key': 'a)/nolbos'}