Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνοικτός
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἀνοιστέος
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
ἀνομαλίζω
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμματος
View word page
ἀνολβία
ἀνολβία ἄνολβος misery, Hes.
ShortDef
misery
Debugging
Headword:
ἀνολβία
Headword (normalized):
ἀνολβία
Headword (normalized/stripped):
ανολβια
IDX:
2969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2970
Key:
a)nolbi/a
Data
{'content': 'ἀνολβία\n ἄνολβος\n misery, Hes.', 'key': 'a)nolbi/a'}