Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκεθρός
σκελετός
σκελετώδης
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπανον
σκεπανός
σκέπαρνον
σκέπασμα
σκέπας
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
σκεπτικός
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
View word page
σκέπασμα
σκέπασμα σκέπασμα, ατος, τό, σκέπαζω a covering, shelter, Plat.

ShortDef

a covering, shelter

Debugging

Headword:
σκέπασμα
Headword (normalized):
σκέπασμα
Headword (normalized/stripped):
σκεπασμα
IDX:
29663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29698
Key:
ske/pasma

Data

{'content': 'σκέπασμα\n σκέπασμα, ατος, τό,\n σκέπαζω\n a covering, shelter, Plat.', 'key': 'ske/pasma'}