Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκέδασις
σκεθρός
σκελετός
σκελετώδης
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπανον
σκεπανός
σκέπαρνον
σκέπασμα
σκέπας
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
σκεπτικός
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκευαγωγέω
View word page
σκέπαρνον
σκέπαρνον σκέπαρνον, ου, τό, a carpenterʼs axe or adze, used for smoothing the trunks of trees, different from the πέλεκυς, Od. deriv. uncertain

ShortDef

a carpenter's axe

Debugging

Headword:
σκέπαρνον
Headword (normalized):
σκέπαρνον
Headword (normalized/stripped):
σκεπαρνον
IDX:
29662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29697
Key:
ske/parnon

Data

{'content': 'σκέπαρνον\n σκέπαρνον, ου, τό,\n a carpenterʼs axe or adze, used for smoothing the trunks of trees, different from the πέλεκυς, Od.\n deriv. uncertain', 'key': 'ske/parnon'}