Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκάφος2
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεθρός
σκελετός
σκελετώδης
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπανον
σκεπανός
σκέπαρνον
σκέπασμα
σκέπας
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
σκεπτικός
σκέπτομαι
σκέπω
View word page
σκέπανον
σκέπανον σκέπᾰνον, ου, τό, σκέπω a covering, Anth.

ShortDef

a covering

Debugging

Headword:
σκέπανον
Headword (normalized):
σκέπανον
Headword (normalized/stripped):
σκεπανον
IDX:
29660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29695
Key:
ske/panon

Data

{'content': 'σκέπανον\n σκέπᾰνον, ου, τό,\n σκέπω\n a covering, Anth.', 'key': 'ske/panon'}