Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκάφος
σκάφος2
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεθρός
σκελετός
σκελετώδης
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπανον
σκεπανός
σκέπαρνον
σκέπασμα
σκέπας
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
σκεπτικός
σκέπτομαι
View word page
σκεπάζω
σκεπάζω σκεπάζω, fut. -άσω σκέπω to cover, shelter, Xen.
ShortDef
to cover, shelter
Debugging
Headword:
σκεπάζω
Headword (normalized):
σκεπάζω
Headword (normalized/stripped):
σκεπαζω
IDX:
29659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29694
Key:
skepa/zw
Data
{'content': 'σκεπάζω\n σκεπάζω,\n fut. -άσω\n σκέπω\n to cover, shelter, Xen.', 'key': 'skepa/zw'}