Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκαφίς
σκάφος
σκάφος2
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεθρός
σκελετός
σκελετώδης
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπανον
σκεπανός
σκέπαρνον
σκέπασμα
σκέπας
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
σκεπτικός
View word page
σκέμμα
σκέμμα σκέμμα, ατος, τό, σκέπτομαι a subject for speculation, a question, Plat. speculation, Plat.
ShortDef
a subject for speculation, a question
Debugging
Headword:
σκέμμα
Headword (normalized):
σκέμμα
Headword (normalized/stripped):
σκεμμα
IDX:
29658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29693
Key:
ske/mma
Data
{'content': 'σκέμμα\n σκέμμα, ατος, τό,\n σκέπτομαι\n a subject for speculation, a question, Plat.\n speculation, Plat.', 'key': 'ske/mma'}