Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκαφίδιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος2
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεθρός
σκελετός
σκελετώδης
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπανον
σκεπανός
σκέπαρνον
σκέπασμα
σκέπας
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
View word page
σκέλος
σκέλος the leg from the hip downwards, Hdt., etc.; πρυμνὸν σκέλος the ham or buttock, Il.:—as a military phrase, ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖν, ἀνάγειν to retreat with the face towards the enemy, Lat. pedetentim, Eur., Ar. metaph., τὰ σκέλη the legs, i. e. the two long walls between Athens and Peiraeus, Strab.; τὰ μακρὰ σκ. Plut.

ShortDef

the leg

Debugging

Headword:
σκέλος
Headword (normalized):
σκέλος
Headword (normalized/stripped):
σκελος
IDX:
29657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29692
Key:
ske/los

Data

{'content': 'σκέλος\n the leg from the hip downwards, Hdt., etc.; πρυμνὸν σκέλος the ham or buttock, Il.:—as a military phrase, ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖν, ἀνάγειν to retreat with the face towards the enemy, Lat. pedetentim, Eur., Ar.\n metaph., τὰ σκέλη the legs, i. e. the two long walls between Athens and Peiraeus, Strab.; τὰ μακρὰ σκ. Plut.', 'key': 'ske/los'}