Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκάφη
σκαφίδιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος2
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεθρός
σκελετός
σκελετώδης
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπανον
σκεπανός
σκέπαρνον
σκέπασμα
σκέπας
σκεπάω
σκέπη
View word page
σκέλλω
σκέλλω to dry, dry up, make dry, parch, Il. Pass., σκέλλομαι, with intr. perf. act. ἔσκληκα, to be parched, lean, dry, v. κατασκέλλομαι.
ShortDef
to dry, dry up, make dry, parch
Debugging
Headword:
σκέλλω
Headword (normalized):
σκέλλω
Headword (normalized/stripped):
σκελλω
IDX:
29656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29691
Key:
ske/llw
Data
{'content': 'σκέλλω\n to dry, dry up, make dry, parch, Il.\n Pass., σκέλλομαι, with intr. perf. act. ἔσκληκα, to be parched, lean, dry, v. κατασκέλλομαι.', 'key': 'ske/llw'}