Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκατοφάγος
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος2
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεθρός
σκελετός
σκελετώδης
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπανον
σκεπανός
σκέπαρνον
σκέπασμα
σκέπας
View word page
σκελετός
σκελετός σκελετός, ή, όν σκέλλω dried up, withered: as Subst. σκελετός, οῦ, a dried body, mummy, Anth., Plut.

ShortDef

dried up, withered

Debugging

Headword:
σκελετός
Headword (normalized):
σκελετός
Headword (normalized/stripped):
σκελετος
IDX:
29654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29689
Key:
skeleto/s

Data

{'content': 'σκελετός\n σκελετός, ή, όν\n σκέλλω\n dried up, withered: as Subst. σκελετός, οῦ, a dried body, mummy, Anth., Plut.', 'key': 'skeleto/s'}