Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκαριφησμός
σκατοφάγος
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος2
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεθρός
σκελετός
σκελετώδης
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπανον
σκεπανός
σκέπαρνον
σκέπασμα
View word page
σκεθρός
σκεθρός .σκεθρός, ά, όν exact, careful: adv., -ῶς Aesch.
ShortDef
exact, careful
Debugging
Headword:
σκεθρός
Headword (normalized):
σκεθρός
Headword (normalized/stripped):
σκεθρος
IDX:
29653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29688
Key:
skeqro/s
Data
{'content': 'σκεθρός\n .σκεθρός, ά, όν\n exact, careful: adv., -ῶς Aesch.', 'key': 'skeqro/s'}