Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαριφησμός
σκατοφάγος
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος2
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεθρός
σκελετός
σκελετώδης
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπανον
View word page
σκάφος2
σκάφος2 σκάφος (ᾰ), ος, εος, τό, σκάπτω the hull of a ship, Lat. alveus, Hdt., Trag.:—generally, a ship, Aesch., Ar., etc. = σκαφίς II, Anth.

ShortDef

a digging, hoeing
(the hull of) a ship

Debugging

Headword:
σκάφος2
Headword (normalized):
σκάφος
Headword (normalized/stripped):
σκαφος2
IDX:
29650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29685
Key:
ska/fos2

Data

{'content': 'σκάφος2\n σκάφος (ᾰ), ος, εος, τό,\n σκάπτω\n the hull of a ship, Lat. alveus, Hdt., Trag.:—generally, a ship, Aesch., Ar., etc.\n = σκαφίς II, Anth.', 'key': 'ska/fos2'}