Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκᾶπτον
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαριφησμός
σκατοφάγος
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος2
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεθρός
σκελετός
σκελετώδης
σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
View word page
σκάφος
σκάφος σκάφος (ᾰ), ὁ, σκάπτω a digging, hoeing, σκάφος οἰνέων the time for hoeing vines, Hes.
ShortDef
a digging, hoeing
(the hull of) a ship
Debugging
Headword:
σκάφος
Headword (normalized):
σκάφος
Headword (normalized/stripped):
σκαφος
IDX:
29649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29684
Key:
ska/fos1
Data
{'content': 'σκάφος\n σκάφος (ᾰ), ὁ,\n σκάπτω\n a digging, hoeing, σκάφος οἰνέων the time for hoeing vines, Hes.', 'key': 'ska/fos1'}