Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκάπτειρα
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαριφησμός
σκατοφάγος
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος2
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεθρός
σκελετός
σκελετώδης
σκέλλω
σκέλος
View word page
σκαφίδιον
σκαφίδιον σκᾰφίδιον, ου, τό, Dim. of σκαφίς I. 2 a small skiff, Strab.
ShortDef
a small skiff
Debugging
Headword:
σκαφίδιον
Headword (normalized):
σκαφίδιον
Headword (normalized/stripped):
σκαφιδιον
IDX:
29647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29682
Key:
skafi/dion
Data
{'content': 'σκαφίδιον\n σκᾰφίδιον, ου, τό,\n Dim. of σκαφίς I. 2\n a small skiff, Strab.', 'key': 'skafi/dion'}