Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκαπανεύς
σκαπάνη
σκάπτειρα
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαριφησμός
σκατοφάγος
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος2
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεθρός
σκελετός
σκελετώδης
View word page
σκαφεύς
σκαφεύς σκᾰφεύς, έως, ὁ, σκάπτω a digger, delver, ditcher, Eur.

ShortDef

a digger, delver, ditcher

Debugging

Headword:
σκαφεύς
Headword (normalized):
σκαφεύς
Headword (normalized/stripped):
σκαφευς
IDX:
29645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29680
Key:
skafeu/s

Data

{'content': 'σκαφεύς\n σκᾰφεύς, έως, ὁ,\n σκάπτω\n a digger, delver, ditcher, Eur.', 'key': 'skafeu/s'}