Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκάνδιξ
σκαπανεύς
σκαπάνη
σκάπτειρα
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμύσσω
σκαριφησμός
σκατοφάγος
σκαφεύς
σκάφη
σκαφίδιον
σκαφίς
σκάφος
σκάφος2
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεθρός
σκελετός
View word page
σκατοφάγος
σκατοφάγος σκᾰτο-φάγος, ον, φαγεῖν eating dirt, Ar.

ShortDef

eating dung or dirt

Debugging

Headword:
σκατοφάγος
Headword (normalized):
σκατοφάγος
Headword (normalized/stripped):
σκατοφαγος
IDX:
29644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29679
Key:
skatofa/gos

Data

{'content': 'σκατοφάγος\n σκᾰτο-φάγος, ον,\n φαγεῖν\n eating dirt, Ar.', 'key': 'skatofa/gos'}